- προγνωσία
- ἡ, Α (κυρίως για τον θεό)1. η εκ των προτέρων γνώση, πρόγνωση2. η αρχή τής γνώσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγνωσις κατά τα θηλ. σε -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προγνωσία — προγνωσίᾱ , προγνωσία fem nom/voc/acc dual προγνωσίᾱ , προγνωσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωσίας — προγνωσίᾱς , προγνωσία fem acc pl προγνωσίᾱς , προγνωσία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωσίαν — προγνωσίᾱν , προγνωσία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)